υπεργενής

υπεργενής
-ές, Α
αυτός που βρίσκεται πάνω από ό,τι είναι σχετικό με δημιουργήματα, με τον φυσικό κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. κατα-γενής, συγ-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”